πλατύς

πλατύς
(I)
ιά, -ύ, θηλ., και -εία / πλατύς, -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α
αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς
νεοελλ.
1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει ένα θέμα σφαιρικά
β) (για έρευνα, συζήτηση) λεπτομερειακός, διεξοδικός («έγινε πλατιά συζήτηση τού θέματος»)
2. το θηλ. ως ουσ. η πλατεία
βλ. πλατεία
3. (το ουδ. πληθ. υπερθετ. βαθμού ως επίρρ.) πλατύτατα
διεξοδικά, ευρύτατα («μίλησε για το θέμα πλατύτατα»)
3. φρ. «πλατύ γέλιο»
α) γέλιο με ορθάνοιχτο το στόμα
β) μτφ. καλόκαρδο και τρανταχτό γέλιο
μσν.
μτφ. ο πολύ καλά εδραιωμένος («πλατεῑαν εἰρήνην», Θεοφάν. Χρον.)
αρχ.
1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, εκτεταμένος («αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ο ευρύς και επίπεδος («χῶρος πλατὺς καὶ πολλός», η
ρόδ.)
3. (για πρόσ.) εύσωμος, μεγαλόσωμος
4. (για λόγο) σχοινοτενής, χαλαρός
5. ο πολύ διαδεδομένος
6. (κατ' επεκτ.) συνήθης
7. (για προφορά) τραχύς, βαρύς («πλατέα λαλοῡσι πάντα οἱ Δωριεῑς», Δημήτρ.)
8. μτφ. α) (για τις εποχές τού έτους) πολύ προχωρημένος («πλατὺ ἔαρ», Ησίοδ.)
β) ισχυρός, δυνατός («πλατὺς ὅρκος» — ισχυρός, σταθερός όρκος, Εμπ.)
(το ουδ. ως επίρρ.) πλατύ
ισχυρώς, δυνατά («ὦν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατύ», Αριστοφ.)
10. (το ουδ. συγκριτ. βαθμού ως επίρρ.) πλατύτερον
με περισσότερες λεπτομέρειες, πιο διεξοδικά
11. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλατεῖα
(ενν. οδός) α) φαρδύς δρόμος
β) (ενν. χείρ) το πλατύ μέρος τού χεριού, η παλάμη
γ) είδος φαρδιού κύπελλου ή πινακίου
δ) ευρεία ράβδωση ή φαρδύ κράσπεδο
12. φρ. α) «κάρυα τὰ πλατέα» — τα κάστανα
β) «πλατὺ γελῶ» ή «καταγελῶ» — γελώ με ανοιχτό το στόμα, γελώ δυνατά ή γελώ με αναίδεια
γ) «πλατὺς κατάγελως» — πολύ γέλιο ή ολοφάνερο γέλιο, περίγελως
δ) «πλατὺς φλήναφος» πολύ φλυαρία
ε) «Σεβαστή πλατεῑα» — ονομασία συντεχνίας
στ) «πλατύς δρόμος» — δρόμος κατάλληλος για τη διέλευση οχημάτων, αμαξιτός δρόμος.
επίρρ...
πλατιά/ πλατέως ΝΜΑ
εν εκτάσει, λεπτομερειακά, διεξοδικά
αρχ.
με ασάφειες, χωρίς ακριβολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλατύς ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας με λαρυγγικό φθόγγο *pletә2- / pltә2 «πλατύς, ευρύς» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. prthu και αβεστ. parәθu- «ευρύς, πλατύς». Στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα οδήγησαν αφ' ενός το δεύτερο -α- τού ελλ. πλατ-α-μών* και αφ' ετέρου το άηχο δασύ σύμφωνο –th- τού αρχ. ινδ. τ. prthu-. Από το θ. τού επιθ. πλατύς έχουν σχηματιστεί: το σιγμόληκτο ουδ. πλάτος* (πρβλ. βαρύς: βάρος) και τα: πλαταμών*, πλάτη*, πλάτης*. Στο επίθ. πλατύς, ανάγονται εξάλλου το ανθρωπωνύμιο Πλάτων τού αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, που χρησιμοποιήθηκε ως παρωνύμιο επειδή είχε φαρδιούς ώμους και το τοπωνύμιο Πλάταια*. Το επίθ. πλατύς, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή πλατυ- (βλ. λ. πλατυ-).
ΠΑΡ. πλατύνω, πλατύτης(-ητα)
αρχ.
πλατύζομαι
νεοελλ.
πλαταίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό βλ. πλατυ-)].
————————
(II)
-εῑα, -ύ, Α
ο αλμυρός, στυφός στη γεύση («πλατέα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η χρήση τού επιθ. στις ομηρικές φρ.: «πλατύς Ἑλλήσποντος», «Ἑλλησπόντῳ πλατεῖ» οδήγησε στη σημ. «αλμυρός» αφού η σημ. «πλατύς, ευρύς» για πορθμό δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η σύνδεση τού επιθ. με το αρχ. ινδ. patu- «οξύς» γεννά προβλήματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλατύς — wide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύτερον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”